εκτοπιος

εκτοπιος
    ἐκτόπιος
    ἐκ-τόπιος
    2 и 3
    удаленный, дальний
    

ἐκτόπιον ἀπάγειν τινά Soph. — далеко увести или изгнать кого-л.;

    ἀνύσαι ἐκτόπιόν τι Soph. — изгонять что-л. прочь, т.е. освобождаться от чего-л.


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "εκτοπιος" в других словарях:

  • εκτόπιος — ἐκτόπιος, α, ον (Α) 1. απομακρυσμένος, μακριά από έναν τόπο («ἀπάγετ ἐκτόπιόν με» απομακρύνατέ με από τον τόπο, Σοφοκλ.) 2. ξένος, αλλοδαπός, όχι εντόπιος 3. εξωτικός, θαυμάσιος, παράδοξος …   Dictionary of Greek

  • ἐκτόπιος — put away masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐκτόπιον — ἐκτόπιος put away masc acc sg ἐκτόπιος put away neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐκτοπίους — ἐκτόπιος put away masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐκτόπια — ἐκτόπιος put away neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐκτόπιοι — ἐκτόπιος put away masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐκτοπίαν — ἐκτοπίᾱν , ἐκτόπιος put away fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»